- επιδοκιμαστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία («επιδοκιμαστικός ψίθυρος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιδοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία, εγκριτικός: Ακούστηκαν επιδοκιμαστικά σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφατικός — ή, ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, ή, όν) [καταφάσκω] αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικός νεοελλ. φρ. α) «καταφατική κρίση» (λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο … Dictionary of Greek